μετενσάρκωση

μετενσάρκωση
η
η μετά θάνατο εγκατοίκηση μιας ψυχής σε ένα νέο σώμα, η μετεμψύχωση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μετενσάρκωση — η μετεμψύχωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετενσαρκώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • μετεμψύχωση ή μετενσάρκωση — Αρχαία φιλοσοφικό θρησκευτική διδασκαλία, σύμφωνα με την οποία η ψυχή κατά τον θάνατο του σώματος μεταβαίνει σε έναν άλλο ζωντανό οργανισμό. Η μ. εισήχθη πιθανότατα από την Ανατολή στον κλασικό κόσμο, όπου όμως δεν εντάχθηκε στα θρησκευτικά… …   Dictionary of Greek

  • Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …   Dictionary of Greek

  • ανενσάρκωση — Όρος των πνευματιστών, που σημαίνει επάνοδο του πνεύματος από την πνευματική στη γήινη ζωή του. Η θεωρία αυτή έχει τις ρίζες της στην αρχαία Ινδία και την Περσία. Στην Ελλάδα την καθιέρωσε o Πυθαγόρας και αναπτύχθηκε από τον Πλάτωνα στις θεωρίες… …   Dictionary of Greek

  • ανενσάρκωτος — η, ο 1. εκείνος που δεν έχει υποστεί ανενσάρκωση, μετενσάρκωση 2. αυτός που δεν μπορεί να αποκτήσει σάρκα, να πραγματοποιηθεί …   Dictionary of Greek

  • κάρμα — (karma). Κεντρικό δόγμα της ινδικής θρησκείας και σκέψης. Στα σανσκριτικά κ. σημαίνει πράξη και κατά τη βεδική περίοδο είχε την έννοια της δύναμης της τελετουργικής πράξης και των αποτελεσμάτων της, που ήταν συνδεμένη με το βράχμαν, την παγκόσμια …   Dictionary of Greek

  • μετεμψύχωση — η (ΑΜ μετεμψύχωσις) [μετεμψυχώνω] 1. (γενικά) μετάβαση τής ψυχής από ένα σώμα σε άλλο, μετενσωμάτωση, μετενσάρκωση 2. (ειδικά) (φιλοσ.) δοξασία τών αρχαίων Αιγυπτίων από την οποία επηρεάστηκαν οι Ορφικοί και οι Πυθαγόρειοι και κατά την οποία η… …   Dictionary of Greek

  • μετενσωμάτωση — η (Α μετενσωμάτωσις) [μετενσωματώνω] (για την ψυχή) η μετάβαση σε άλλο σώμα, η μετενσάρκωση, η μετεμψύχωση …   Dictionary of Greek

  • Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”